- προσκυνείσθαι
- προσκυνεῖσθαιπροσκυνέωmake obeisance: pres inf mp (attic epic )προσκυνέωmake obeisance: pres inf mp (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
προσκυνεῖσθαι — προσκυνέω make obeisance pres inf mp (attic epic) προσκυνέω make obeisance pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… … Dictionary of Greek
μεταδιαιτώ — μεταδιαιτῶ, άω (Α) [διαιτώ(μαι)] αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek